Αλιείς
Στη Λέσβο, η συστηματική επαγγελματική ενασχόληση με την αλιεία άρχισε μετά το 1922 (αφού νωρίτερα περιοριζόταν σε σχετικά λίγες «διχτυάρικες» και «παραγαδιάρικες» βάρκες), όταν μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, ήρθαν στη Λέσβο αλιείς από τον Τσεσμέ ειδικευμένοι στις πεζότρατες - που εξελίχθηκαν στις ανεμότρατες και στις σημερινές μηχανότρατες, άλλοι από την Προποντίδα με τους γραφικούς «μπιγιαντέδες» και τους τεράστιους γρίπους - προδρόμους των γρι-γρι, καθώς και από τα Μοσχονήσια, που διέθεταν μοναδικούς τεχνίτες στα παραγάδια . Οι κυριότερες περιοχές απασχόλησης με την αλιεία είναι μέχρι και σήμερα η Μυτιλήνη, ο Μόλυβος, η Συκαμνιά, η Θερμή, τα Μυστεγνά, το Πλωμάρι, ο Πολυχνίτος, το Πέραμα, η Γέρα, η Παναγιούδα και το Σίγρι.
Οι κύριες τεχνικές αλιείας στο παρελθόν ήταν το «παραγάδι» ή «πεζόβολο», οι «κιούρτοι», το «πυροφάνι» (και οι τρεις αυτές τεχνικές απαιτούν τη χρήση βάρκας) και φυσικά η χρήση διχτύων, που κυριαρχεί και σήμερα στην επαγγελματική αλιεία, με τη μορφή «σάκου» από τις μηχανότρατες ή «κυκλικού διχτυού» από τα γρι - γρι. Παλιότερα τα δίχτυα ήταν βαμβακερά και τα έφτιαχναν οι ίδιοι οι ψαράδες από κατσικίσια τρίχα, τα έβαφαν με ζωμό βραστής φλούδας πεύκου και τοποθετούσαν λευκό φελλό που τον έκοβαν οι ίδιοι σε κυβάκια., ενώ σήμερα τα δίκτυα βρίσκονται έτοιμα στην αγορά, είναι νάιλον κίτρινου χρώματος με πλαστικούς πορτοκαλί «φελλούς».
Το «πεζόβολο» ή «παραγάδι» αποτελείται από μια χοντρή πετονιά, τη λεγόμενη μάνα, απ’ όπου κρέμονται τα παράμαλλα (δηλαδή λεπτότερες πετονιές που συνδέονται με τη μάνα σε τακτικά διαστήματα) με 200-500 (κάποτε και περισσότερα) αγκίστρια, ανάλογα με το μέγεθος του παραγαδιού.
Οι «κιούρτοι» είναι μεταλλικά καλάθια σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου ή συχνότερα ελλειπτικής σφαίρας, με μία μόνο τρύπα στο ανώτερο τμήμα τους, τη «μάσα». Απ’ αυτή μπαίνουν τα ψάρια που προσελκύονται από το δόλωμα το οποίο τοποθετείται στο εσωτερικό του κιούρτου, οπότε παγιδεύονται στο εσωτερικό του «κιούρτου». Υπάρχουν και οι αστακοπαγίδες που αποτελούν μια ειδική κατηγορία κιούρτων που χρησιμοποιούνται ευρέως στην αλιεία των αστακών.
Το ψάρεμα με πυροφάνι γίνεται τις σκοτεινές νύχτες με ήρεμη θάλασσα και πάντα σε ρηχά νερά. Στην πλώρη της βάρκας προσαρμόζεται μια λάμπα (παλαιότερα τοποθετούσαν σχάρα με ρετσίνι και αναμμένα δαδιά) που προσελκύει τα ψάρια.
Το σύγχρονο ψάρεμα με τη μηχανότρατα πραγματοποιείται κατά τη χειμερινή περίοδο, με το σάκο (που είναι ένα ειδικό δίχτυ) και τις πόρτες (σιδερένιο εργαλείο που προσαρμόζεται στις πλευρές του σάκου και μπορεί να ανοίγει και να κλείνει σαν πόρτα). Δυστυχώς, το σύγχρονο ψάρεμα με σάκο αποψιλώνει (και) το βυθό. Η αλιεία με μηχανότρατα σε απόσταση μικρότερη των δύο μιλίων από την ακτή είναι απαγορευμένη, όπως επίσης και σε συγκεκριμένη περίοδο του χρόνου. Παλαιότερα υπήρχε η πεζότρατα, δηλαδή η τράτα που τραβούσαν ψαράδες από την αμμουδιά. Η τράτα (την ίδια ονομασία φέρει και το σκάφος που τη σέρνει) λεγόταν παλαιότερα ανεμότρατα, γιατί την έσερναν ιστιοφόρα.
Το ψάρεμα με γρι-γρι, πραγματοποιείται τους καλοκαιρινούς μήνες. Σ’ αυτό χρησιμοποιούν ένα κυκλικό δίχτυ, μήκους 280-350 οργιών και ύψους 35-40 μ. που προορίζεται για την αλιεία αφρόψαρων. Στο πάνω μέρος τοποθετούνται φελλοί και στο κάτω μέρος μολύβια και πολλοί χαλκάδες από τους οποίους περνά ένα γερό σχοινί. Στο παρελθόν, ένα μεγάλο μηχανικό σκάφος, η ψαροπούλα, ρυμουλκούσε αλλά και έριχνε το δίχτυ. Συνοδευόταν από ένα μικρότερο σκάφος, το δευτεροκάικο, που μετέφερε το δίχτυ. Το δευτεροκάικο έσερνε μια σειρά από δεμένες βάρκες, εφοδιασμένες με μια λάμπα στην πρύμη, που προορισμός τους ήταν να συγκεντρώνουν τα ψάρια με το φως. Μόλις σκοτείνιαζε, ο λαμπαδόρος, δηλαδή ο ψαράς που έμενε μέσα στη βάρκα, άναβε τη λάμπα και όταν μαζεύονταν πολλά ψάρια, ειδοποιούσε την ψαροπούλα να περιβάλλει την περιοχή με το δίχτυ. Αμέσως μετά οι ψαράδες τραβούσαν με χειροκίνητο βίντσι (ή ακόμη παλιότερα με τα χέρια) τα κάτω σκοινιά από το δίχτυ, για να «κλείσει» σαν σάκος, μέσα στον οποίο παγιδεύονται τα κοπάδια . Σήμερα δεν υπάρχουν ούτε λαμπαδόροι, ούτε λάμπες, καθώς έχουν αντικατασταθεί από τετράγωνους πλωτήρες με αυτόνομες λάμπες υγραερίου, ενώ κοντά στο καΐκι υπάρχει μόνο μία βάρκα. Το βίντσι είναι ηλεκτρονικό, ενώ η ψαροπούλα είναι εφοδιασμένη με τεχνολογικό εξοπλισμό, όπως γυροσκοπική πυξίδα με ηλεκτρισμό, ραντάρ, GPS κ.ά.
Στο παρελθόν, οι αμοιβές των επαγγελματιών ψαράδων προέκυπταν ως εξής: στα μη πετρελαιοκίνητα πλοιάρια το κέρδος (μετά την πώληση των ψαριών) διαχωριζόταν σε ίσα μερίδια στους εργάτες, ενώ ένα επιπλέον μερίδιο υπολογιζόταν για τον ιδιοκτήτη του σκάφους. Στα πετρελαιοκίνητα πλοιάρια τα μισά κέρδη αποδίδονταν στον κάτοχο του πλεούμενου (για το πετρέλαιο και τη συντήρηση) και τα υπόλοιπα διαχωριζόταν σε ίσα μερίδια για τους εργάτες. Και στις δύο περιπτώσεις όταν κάποιος εργάτης διέθετε ειδικές γνώσεις (π.χ. γνώριζε να ράβει τα κομμένα δίκτυα), έπαιρνε μισό μερίδιο επιπλέον, ενώ αν ήταν κάτοχος των δικτύων (ή/και ιδιοκτήτης του πλοιαρίου) έπαιρνε μισό ή ένα μερίδιο επιπλέον.
Σήμερα η ενασχόληση με την αλιεία έχει περιοριστεί σημαντικά και σε αυτό συντέλεσαν πολλοί λόγοι, όπως η άνοδος της τιμής του πετρελαίου, η αύξηση της ιχθυοκαλλιέργειας, οι εισαγωγές νωπών ψαριών από την Τουρκία, αλλά και οι νομοθετικές ρυθμίσεις του κράτους (π.χ. χρήση μεγαλύτερου «ματιού» διχτύου, ψάρεμα σε απόσταση τουλάχιστον 2 μιλίων από την ξηρά κ.α.). Έτσι ο αλιευτικός στόλος έχει περιορισθεί αισθητά και οι επαγγελματίες ψαράδες είναι λίγοι (οι περισσότεροι εκ των οποίων αλλοδαποί). Οι αποδοχές δεν συνδέονται με τα κέρδη, αλλά οι αλιεργάτες δουλεύουν με μεροκάματο.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν
- Συνέντευξη Μπαρσώνη Κλεάνθη [ψαρά], στο Πλωμάρι της Λέσβου στις 04/07/2005
- Βουγιούκας Κ., Γαβαλάς Ν., Γενιτσαριώτης Χ., Ηλιοπούλου Α. Β., Αλιεία - εργασία στο πλαίσιο του Τμήματος «Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας» του Πανεπιστημίου Αιγαίου, για το μάθημα «Ποιοτικές Μέθοδοι Έρευνας», Μυτιλήνη, 14/01/2002
- Κυριακού Α., «Η Αλιεία στη Λέσβο» στο Σαμαράς Π. Ι. (επ.), Λεσβιακό Ημερολόγιο: 1954, Εκδ. Μ. Μαρζέλος, Μυτιλήνη 1954: 165-166
- Σέττας Ν., Η αγροτική οικονομία της νήσου Λέσβου, Αθήνα, 1962