Αγροφύλακες
Οι αγροφύλακες συγκροτούσαν ένστολο και (περιοδικά) ένοπλο ελεγκτικό σώμα, επιφορτισμένο με την περιφρούρηση της ιδιωτικής και δημόσιας (αγροτικής) περιουσίας. Όπως ανέφερε κάποιος αγροφύλακας, αντίστοιχοι φύλακες δραστηριοποιούνται επί τουλάχιστον 150 χρόνια. Αρχικά η αγροφυλακή συντηρούταν από τις κοινότητες, με φόρο που πλήρωναν τα μέλη τους, ενώ από το 1977 έγιναν κρατικοί υπάλληλοι και πληρώνονταν από το Δημόσιο, με ξεχωριστό ταμείο, το Τ.Α.Ο.Α. (Ταμείο Αρωγής Οργάνων Αγροφυλακής). Η αγροφυλακή κάθε νομού, ήταν οργανωμένη σε σωματείο, το «Σύλλογο Οργάνων Αγροφυλακής», ενώ υπήρχε και γενική ομοσπονδία με έδρα την Αθήνα. Προστάτης του επαγγέλματος ήταν ο Άγιος Ευστάθιος και ανήμερα της γιορτής του, στις είκοσι Σεπτεμβρίου, γινόταν δοξολογία στη μητρόπολη της Μυτιλήνης όπου και παραβρισκόταν το σώμα της τοπικής αγροφυλακής.
Οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντά τους, που ορίζονταν με τον νόμο 3030 του 1954 και τις ανάλογες τροποποιήσεις του, ήταν: ο έλεγχος για την καταπάτηση γης και τη μετακίνηση ορόσημων, καθώς και την αυθαίρετη βόσκηση, ο εμβολιασμός αγρίων δέντρων, η εκτίμηση αγροζημιών, η περιφρούρηση των δασών για έλεγχο πυρκαγιάς, ενώ μερικές φορές ακόμη και η περιφρούρηση αρχαιολογικών χώρων. Ο αγροφύλακας ήταν υπεύθυνος για την περιοχή που είχε «χρεωθεί». Σ’ αυτή είχε δικαίωμα να περιοδεύει κατά την κρίση του, σε ανύποπτο τόπο και χρόνο καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο (στις νυχτερινές περιπολίες ο νόμος όριζε την παρουσία δύο αγροφυλάκων). Επίσης, είχε την υποχρέωση να συνδράμει, εφόσον του ζητηθεί, όλες τις δημόσιες αρχές (εφορία, αρχαιολογική υπηρεσία, νομαρχία, δικαστήρια κ.ά.). Οι αγροφύλακες ήταν υπόλογοι στον αγρονόμο της περιοχής, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος και με την εκπαίδευσή τους σε μηνιαία βάση.
Για τη συμμόρφωση των παραβατών είχαν το δικαίωμα να υποβάλλουν μηνύσεις (μετά από τρεις άκαρπες ειδοποιήσεις) για οποιοδήποτε παράβαση, ενώ διατηρούσαν και το δικαίωμα της θανάτωσης ζώων (πτηνών, σκυλιών, χοίρων και αιγών), που ανακάλυπταν μέσα σε αγροτικά κτήματα στα οποία μπορούσαν να προξενήσουν ζημιές. Ακόμη παλαιότερα, υπήρχε και το μέτρο των «συλλήπτρων»: όταν ο αγροφύλακας έπιανε ένα ζώο που βρισκόταν σε «ξένο» χωράφι, το παρέδιδε στον ιδιοκτήτη, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει τα καθορισμένα «σύλληπτρα».
Για να γίνει κάποιος αγροφύλακας έπρεπε να κατάγεται από την περιοχή που αναλάμβανε να εποπτεύει, να γνωρίζει πρόσωπα και περιουσίες, να έχει εμπειρία και γνώση γύρω από το αντικείμενο, να είναι αμερόληπτος, ηθικός και τίμιος, να είναι τελειόφοιτος δημοτικού, να έχει τελειώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, να μην υπερβαίνει το 35ο έτος της ηλικίας του, να μην έχει πάνω από δέκα μικρά ζώα ή πέντε μεγάλα ως προσωπική ιδιοκτησία και να μην έχει καταδικαστεί τον τελευταίο χρόνο πριν το διορισμό του για αγροζημία.
Τα αντικείμενα που έπρεπε να έχει μαζί του ήταν, το βιβλίο των συμβάντων για να πιστοποιεί την ταυτότητά του και να καταγράφει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, μια σφυρίχτρα για να συνεννοείται (με κωδικοποιημένα σφυρίγματα) όταν ήταν μακριά από το κέντρο της υπηρεσίας του, σακίδιο και σχοινί (π.χ. για να πιάσει ένα αδέσποτο ζώο), ενώ σε ειδικές περιστάσεις και όπλο.
Η δουλειά του αγροφύλακα ήταν δύσκολη και το ωράριο ακαθόριστο. Την περίοδο της άνοιξης, ο φόρτος εργασίας ήταν συνήθως μεγαλύτερος. Ο μισθός τους ήταν από τους χαμηλότερους μεταξύ των αντίστοιχων δημοσίων υπαλλήλων. Το επάγγελμα του αγροφύλακα τείνει να εκλείψει, αφού οι τελευταίες προσλήψεις έγιναν το 1976-1977 και όσοι (ελάχιστοι) έχουν μείνει στην υπηρεσία, μέσα σε 2-3 χρόνια θα συνταξιοδοτηθούν. Τα συμφέροντα των ιδιοκτητών χειρίζονται πλέον (αποκλειστικά) οι δικηγόροι και οι διαφωνίες λύνονται στα δικαστήρια.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν
- Συνέντευξη Καλλικιώτη Λευτέρη [αγροφύλακα] στη Συκαμ(ι)νιά Λέσβου, στις 23/07/2004