Φαναρτζήδες
{videobox}videos/fanartzis_mp4_small.mp4{/videobox} | {videobox}sounds/Tsalikis_fanartzis.mp3{/videobox} |
Οι φαναρτζήδες (ή «φαναράδες») ήταν οι τεχνίτες που κατασκεύαζαν διάφορα εργαλεία και είδη οικιακής, γεωργικής, κτηνοτροφικής και βιομηχανικής χρήσης από λευκοσίδερο (λαμαρίνα) ενώ επιδιόρθωναν και τα διάφορα παλιά ή χαλασμένα. Συνήθως δούλευαν κατόπιν παραγγελίας, όμως τα είδη οικιακής χρήσης τα έφτιαχναν μαζικά και τα πουλούσαν (οι μαθητευόμενοι) γυρνώντας στα διάφορα χωριά με γαϊδούρια.
Η τέχνη διδάσκονταν από τον «αρχιτεχνίτη» ή «αρχιμάστορα» (ο οποίος είχε το φαναρτζίδικο) σε μαθητευόμενα αγόρια μικρής ηλικίας («μαστορόπουλα») που έστελναν οι οικογένειες τους για να μάθουν ένα επάγγελμα. Αρχικά οι μαθητευόμενοι καθάριζαν απλώς τα εργαλεία και το μαγαζί, ενώ τακτοποιούσαν τους πάγκους. Σιγά-σιγά μάθαιναν τα διάφορα εργαλεία αρκετά ώστε να βοηθούν τον μάστορα όταν έφτιαχνε ένα αντικείμενο. Μόνο όταν μάθαιναν καλά τα εργαλεία, που ήταν αρκετά, μπορούσαν να πάρουν ένα μικρό κομμάτι λαμαρίνας και αφού άκουγαν πολύ προσεκτικά τις οδηγίες του μάστορα, να το ετοιμάσουν, δηλαδή να το κόψουν σε μικρά κομματάκια, να τα ισιώσουν και να τους δώσουν το κατάλληλο σχήμα για να τα παραδώσουν στο μάστορα, ο οποίος θα έφτιαχνε τελικά το αντικείμενο. Τα «μαστορόπουλα» έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικά όταν ετοίμαζαν κομμάτια για τον μάστορα, ώστε να μην σπαταληθεί ούτε πόντος λαμαρίνας (που ήταν πολύτιμη), γιατί αλλιώς «έπεφτε σφαλιάρα».
Μερικά από τα είδη που κατασκεύαζαν οι φαναρτζήδες μέχρι (τουλάχιστον) τις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν μπρίκια, λυχνάρια, φανάρια («του λαδιού» για φωτισμό, αφού δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα), «μαστραπάδες» (μεγάλα ποτήρια ή κανάτες), «μπιτόνες» ή «κουτρού(μ)πες» (δοχεία μεταφοράς γάλακτος για τους κτηνοτρόφους), «σακάδες» (δοχεία μεταφοράς νερού), δοχεία αρμέγματος, «ποτιστήδες» (ποτιστήρια) για την καλλιέργεια του καπνού και για τους μπαξέδες, διάφορα ειδικά εξαρτήματα για τα καΐκια, μαγκάλια, φουφούδες, κ.ά.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν (και αγόραζαν συνήθως από τη Θεσσαλονίκη ή την Αθήνα) ήταν πάνω από πεντακόσια, εκ των οποίων τα πιο βασικά ήταν: τα κολλητήρια, τα ψαλίδια, το σφυρί, το κο(υ)μπάσο, δηλαδή ο διαβήτης, οι πένσες που ήταν δέκα ειδών (όπως απλή, στριφτή, πένσα που έκανε διάφορα σχέδια), οι ξύλινες ματσόλες, δηλαδή τα σφυριά με τα οποία χτυπούσαν τους τενεκέδες για να πάρουν σχήμα κ.ά.
Φαναρτζήδες υπήρχαν σε όλες τους κεντρικούς οικισμούς αλλά και στα περισσότερα χωριά της Λέσβου, ειδικά την περίοδο ακμής του επαγγέλματος, δηλαδή από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τα μέσα του 20ου. Ήταν οργανωμένοι σε εσνάφια (ή σινάφια), δηλαδή συντεχνίες, στα οποία υπάγονταν (συχνά) και άλλοι εξειδικευμένοι τεχνίτες όπως οι «πηγαδάδες» (αυτοί που άνοιγαν τα πηγάδια). Τα σινάφια των φαναρτζήδων θεωρούνταν από τα ισχυρότερα της εποχής, όπως για παράδειγμα του Μολύβου, με πρόεδρο τον Αλκιβιάδη Τσαλίκη, από τους πιο γνωστούς φαναρτζήδες της εποχής.
Σήμερα το αντικείμενο εργασίας των φαναρτζήδων έχει τροποποιηθεί ριζικά, αφού τα έτοιμα βιομηχανοποιημένα είδη (πλαστικά, γυάλινα, τσίγκινα), που είναι πολύ πιο φτηνά, έχουν αντικαταστήσει τα άλλοτε χειροποίητα είδη: η συγκεκριμένη επαγγελματική ταυτότητα αποδίδεται αποκλειστικά στους τεχνίτες που επιδιορθώνουν τα εξωτερικά περιβλήματα των αυτοκινήτων.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν
- Συνέντευξη Τσαλίκη Γεώργιου [φαναρτζή], στο Μόλυβο Λέσβου, στις 24/07/2004.