Υφάντρες

  • 118475981469325.jpg
  • 118475992837266.jpg
  • 118475994617933.jpg
  • 118475996946736.jpg
  • 118475999083007.jpg
  • 118476001126065.jpg
  • 118476005719984.jpg
  • 118476007481711.jpg
  • 118476008959448.jpg
  • 118476012597048.jpg
  • 118476013678453.jpg
  • 118476015551603.jpg
  • 118476017145076.jpg
  • 118476018833406.jpg
  • 118476020126193.jpg
  • 118476021858951.jpg
  • 118476025476917.jpg
  • 118476027389200.jpg
  • 118476029013886.jpg
  • 118476031120819.jpg
  • 118476032532009.jpg
  • 118476035620922.jpg
  • 118476039015953.jpg
  • 118476040615445.jpg
  • 118476044257101.jpg
  • 118476045821470.jpg
  • 118476046936306.jpg
  • 118476048324221.jpg
  • 118476051683791.jpg
  • 118476055342130.jpg
  • 118476056665993.jpg
  • 118476057960158.jpg
  • 118476059267203.jpg
  • 118476060683699.jpg
  • 118476062967933.jpg
  • 118476064631645.jpg
  • 118476065957907.jpg
  • 118476067952303.jpg
  • 118476069692559.jpg
  • 118476070976600.jpg
{videobox}videos/Mouseio Portianoy Argaleios_mp4_small.mp4{/videobox} {videobox}sounds/Gialouri_Yfantra.mp3{/videobox}

 

Υφάντρες ονομάζονταν οι γυναίκες που ύφαιναν τα νήματα του αργαλειού, αλλά και τα υφαντά υφάσματα στον αργαλειό. Η τέχνη της υφαντουργίας ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στο Β. Αιγαίο από τα μέσα του 18ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα. Όπως φαίνεται μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξή της έπαιξε ο καθιερωμένος θεσμός της προίκας, που επέβαλε στις νέες κοπέλες να ετοιμάσουν μόνες τους τα «προικιά» τους. Παράλληλα όμως, η τέχνη αυτή αναπτύχθηκε (ιδίως μετά τα μέσα του 20ου αιώνα) όχι μόνο ως οικοκυρική ανάγκη για τη δημιουργία χρηστικών και διακοσμητικών υφαντών αλλά και ειδών ρουχισμού, αλλά και ως οικοτεχνία που πρόσφερε πρόσθετο εισόδημα (σχετικά παραδείγματα υπάρχουν σε όλη τη Λέσβο και ιδιαίτερα από την περιοχή της Αγιάσου). Η σημασία εκμάθησης της τέχνης του αργαλειού, για εκείνη την εποχή, αποτυπώνεται και στο παρακάτω δίστιχο:

 

Αργαλειό να μάθεις, την ευχή μου να ’χεις

Χέρια πόδια να χτυπάς τη σαΐτα να περνάς

 

Για την κατασκευή των νημάτων οι υφάντρες χρησιμοποιούσαν κυρίως μετάξι, λινάρι, μαλλί και βαμβάκι, που προμηθεύονταν κυρίως από τη λεσβιακή παραγωγή και πολλές φορές από την οικογενειακή παραγωγή. Το γνέσιμο αναλάμβαναν ως επί το πλείστον οι ίδιες (εκτός του μεταξιού, που παρασκεύαζαν συνήθως εξειδικευμένες τεχνίτριες οι «ανελύτρες») ακολουθώντας διαφορετική διαδικασία για κάθε υλικό, ενώ σήμερα χρησιμοποιούν (σχεδόν πάντα) έτοιμα νήματα.

Όπως αναφέρει (και) η Μαρία Αναγνωστοπούλου, το νήμα, για να γίνει πανί περνούσε μια σειρά από διεργασίες:

α) το «διάσιμο» ή «σύρσιμο», όταν η υφάντρα «τραβά» και «σύρει» από τα «καλάμια» τα νήματα, που θα διαμορφώσουν το στημόνι του πανιού (νήματα κατά μήκος του αργαλειού, που ανάμεσά τους πλέκεται εγκάρσια το υφάδι). Ανάλογα με το πανί που θα σύρει, (φάρδος, πυκνότητα, πάχος κλωστής), υπολογίζει τα «δεκάδια». Τα δεκάδια είναι υποδιαιρέσεις του χτενιού. Κάθε δεκάδι έχει ορισμένο αριθμό «θυρών», όπως λέγονται τα ανοίγματα του χτενιού. Ο αριθμός αυτός διαφέρει. Υπάρχουν χτένια με πυκνές θύρες, τα «πανόχτενα», για λεπτά νήματα, και αραιά χτένια, τα «ξίπλατα» ή τα «μπατανόχτενα» («μπατουνιά» = χοντρή κλωστή), για χοντρά. Η τεχνίτρα, η «διάστρια», κανονίζει τα δεκάδια για το φάρδος του πανιού και την πυκνότητα του από τον αριθμό των νημάτων, που θα έχει το κάθε δεκάδι, (υπολογίζοντας επίσης) αν τα νήματα θα μπουν μονά ή διπλά στις θύρες του χτενιού. Το μήκος του πανιού το υπολογίζει με τον «πήχη», ή αλλιώς το «πηχάρι» ή «τυλιγάδι»…γνωστό…ως «σημάδι». Είναι το μέτρο που χρησιμοποιεί η υφάντρα για να ορίσει την ποσότητα του πανιού, που θα βάλει στον αργαλειό και κυμαίνεται από 6-9 πήχεις (0,64 μέτρου), ανάλογα με το πάχος της κλωστής.

β) το «τύλιγμα» του νήματος στο πίσω «αντί» (το εγκάρσιο ξύλο του τελάρου του αργαλειού)

γ) το «παραμάτισμα», δηλαδή το πέρασμα του «διασιδιού» στα μιτάρια - εξαρτήματα του αργαλειού με τα οποία μετακινούνται τα νήματα του στημονιού για να περνάει η σαΐτα και το χτένι

δ) το «κατέργωμα», που είναι το αρμάτωμα του αργαλειού με το «διασίδι», όπως λέγεται το στημόνι, πριν μπει στον αργαλειό και τέλος

ε) το τέντωμα του στημονιού με το «σφίχτη» (το κοντό στρογγυλό ξύλο, που γυρίζει το «προσαντί» - το μπροστινό αντί, δηλαδή το πρόσθιο εγκάρσιο ξύλο του τελάρου του αργαλειού) όπου δένονται τα «μιτάρια» με τις αντίστοιχες «πατήτρες», οι οποίες λειτουργούν σαν μοχλοί για το ανεβοκατέβασμα των μιταριών.

Τα υφαντά του αργαλειού επιδεικνύουν μεγάλη ποικιλομορφία στον τρόπο ύφανσης και διακόσμησης (κεντήματος). Στο νησί της Λέσβου μπορεί να συναντήσει κανείς υφαντά διαφόρων υφάνσεων όπως «μονά πανιά» (υφαίνονται συνήθως με δυο και τέσσερα μιτάρια), «λιγοδέκατα» (υφαίνονται με δυο μιτάρια και δυο πατήτρες), «μονόθυρο» ή «μονοθυρίτ’κου» (έχει μια κλωστή σε κάθε «θύρα»), «μονότριγο» ή «μονότιργιο» (πιο πυκνό πανί, με δυο κλωστές στη μια «θύρα» και μια στην άλλη εναλλάξ), «διπλό πανί» (πιο πυκνό από τα «μονά», με δυο κλωστές στην κάθε θύρα του χτενιού), «τσουχόφ(ι)» (δίμιτο «διπρόσωπο», οι λοξές γραμμές σχηματίζονται και από τις δυο όψεις με αντίθετη κατεύθυνση), «φασονέ» (η πιο σύνθετη από τις δίμιτες φασιές, υφαίνεται με τέσσερα μιτάρια - τέσσερες πατήτρες, όπως και τα άλλα δίμιτα, αλλά διαφέρει στο παραμάτισμα) κ.α.

Με την απαρχή μαζικής παραγωγής υφασμάτων, το επάγγελμα των υφαντριών, άρχισε να φθίνει και παράλληλα με αυτό άρχισε να χάνεται η μοναδική λαϊκή τέχνη της υφαντουργίας.

Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν

  • Συνέντευξη Τινέλλη Ξανθής [υφάντρας], στην Αγιάσο Λέσβου, στις 28/07/2004
  • Αναγνωστοπούλου Μ., Τα υφαντά της Λέσβου, Δήμος Μυτιλήνης, Μυτιλήνη 1990