Σακοποιοί

  • 118474546224590.jpg
  • 118474547590228.jpg
  • 118474548948998.jpg
  • 118474550397992.jpg
  • 118474552073065.jpg
  • 118474555867900.jpg
  • 118474558299245.jpg
  • 118474559515177.jpg
{videobox}sounds/Ligelis_ergates_tsourxanades.mp3{/videobox} {videobox}sounds/Pakatelos_sakopoios.mp3{/videobox}

 

Οι σακοποιοί ήταν οι τεχνίτες που έφτιαχναν τα «χαράρια», μεγάλα χοντρά σακιά για τη μεταφορά του άχυρου, του σιταριού ή του ελαιόκαρπου, ενώ πολλοί κατασκεύαζαν και ελαιόπανα («τσουπιά»), δηλαδή τα πανιά που χρησιμοποιούσαν στα ελαιοτριβεία για να τυλίξουν («διπλώσουν») τον πολτό της ελιάς, πριν συμπιεστεί στις πρέσες («μπασκιά») για την εξαγωγή του ελαιόλαδου. Εκτός από τα παραπάνω κατασκεύαζαν και «διαδρόμους» (μακρόστενα χαλιά για τα σπίτια), τρίχινα σκοινιά, ταγάρια («τρο(υ)βάδες» ή «το(υ)ρβάδες»), καθώς και «κετσέδες» από σφιχτό μαλλί, που έβαζαν κάτω από τα σαμάρια για να μην πληγώνεται το ζώο. Την τέχνη μετέδιδε συνήθως ο πατέρας στο γιο.

Ως πρώτη ύλη για τη δημιουργία των ελαιόπανων χρησιμοποιούσαν (συνήθως) αιγότριχα Χαλκιδικής (που προμηθεύονταν από τη Θεσσαλονίκη), ενώ για τους τάπητες αιγότριχα Λέσβου ή (αργότερα) ίνες από κοκκοφοίνικες Ινδίας ή νάιλον Ιταλίας. Η δημιουργία νήματος από αιγότριχα απαιτούσε πρόσθετη επεξεργασία. Αρχικά έξαιναν και έγνεθαν την αιγότριχα. Στη συνέχεια έκλωθαν το νήμα (γνωστό και ως «καζίλι») στα ειδικά εργαστήρια («κλωσταριά» ή «τσουρχανάδες»): τύλιγαν το (αρχικό) νήμα που δημιουργούσαν «στρίβοντας» το (επεξεργασμένο) μαλλί και στη συνέχεια «περνούσαν» αυτό το νήμα («λειτάρι» ή «λυτάρι») από μια (μάλλον πολύπλοκη) ξύλινη κατασκευή την οποία ο Νικόλαος Δημητρίου καταγράφει στα Λαογραφικά της Σάμου ως «σβύγα», ενώ στην Αγιάσο Λέσβου την αναφέρουν ως «σμπύγα». Η «σβύγα» συμπεριλάμβανε ένα σκελετό στήριξης που υποστήριζε ένα είδος κυκλικής κατασκευής (το «γύρο»). Οι κλώστρ(ι)ες (αφού αυτή την εργασία αναλάμβαναν συνήθως γυναίκες), περνούσαν το νήμα («λειτάρι» ή «λυτάρι») στο «γύρο» και στη συνέχεια σε τρεις μικρούς κυλίνδρους που συνδέονταν με το «γύρο» με «ψιλές κόρδες» (χορδές), που μετέδιδαν την κίνηση των κυλίνδρων στο «γύρο». Στη συνέχεια έδεναν τα νήματα που προέρχονταν από κάθε κύλινδρο γύρω από τη μέση τους και περπατούσαν προς τα πίσω, απομακρυνόμενες από το «γύρο». Με αυτό τον τρόπο τραβούσαν τα νήματα ώστε να γυρίζει ο «γύρος» και να τροφοδοτεί το μηχανισμό με νήμα από το λειτάρι, ενώ παράλληλα έπλεκαν τα νήματα που προέρχονταν από κάθε κύλινδρο σε ένα ενιαίο (τρίκλωνο) νήμα.

Το τελικό νήμα (καζίλι) το τύλιγαν σ’ ένα κύλινδρο που ήταν ενσωματωμένος στην «κρεββατή» (αργαλειό), για να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια για την ύφανση. Στη συνέχεια ύφαιναν στους αργαλειούς το «καζίλι» και τέλος έραβαν με ραπτομηχανές τις άκρες των πανιών. Κατ’ αρχάς χρησιμοποιούσαν χειροκίνητους αργαλειούς (πλάτους 1,80 μ., που παρήγαγαν 2 - 2,5 κομμάτια ημερησίως) και ραπτομηχανές, ενώ μετά το 1960 προμηθεύτηκαν (και) ηλεκτρικούς αργαλειούς (που παρήγαγαν 60 κομμάτια ημερησίως).

Πολλοί σακοποιοί είχαν βιοτεχνίες και απασχολούσαν αρκετά άτομα που «έκλωθαν» το καζίλι ή ύφαιναν ελαιόπανα, «κετσέδες» και άλλα προϊόντα. Η εργασία ήταν πολύ κουραστική, αφού απαιτούσε ολοήμερη ορθοστασία, ενώ το μεροκάματο δεν ήταν συνήθως ανάλογο του κόπου. Στο νησί της Λέσβου, υπήρχαν περίπου δέκα τσουρχανάδες στην Αγιάσο (οικογενειακές επιχειρήσεις συνήθως) που απασχολούσαν την περίοδο της ακμής τους περί τους 500 εργάτες/τριες και ένας - δύο (πολύ μικρότεροι) στο Μανταμάδο. Σε ένα σχετικά μεγάλο τσουρχανά, δούλευαν περί τα 30 άτομα (15 άνδρες, 15 γυναίκες) σε διπλές βάρδιες. Οι γυναίκες έξαιναν και έγνεθαν την αιγότριχα και έραβαν τα ελαιόπανα, ενώ οι άνδρες ύφαιναν στην «κρεββατή» (αργαλειό). Συνήθως χρησιμοποιούσαν τον «όρθιο» (κάθετο ως προς έδαφος) αργαλειό, που διαμορφώνεται με ένα τελάρο που είναι στηριγμένο στον τοίχο. Η δουλειά ήταν πολύ επίπονη, το ωράριο εξαντλητικό και οι αποδοχές ήταν ανάλογες με την παραγωγή του καθενός.

Η μεγάλη και (σχεδόν) αποκλειστική παραγωγή ελαιόπανων στη Λέσβο, έδινε περιθώρια εξαγωγής του προϊόντος εκτός νησιού για την προμήθεια των περισσότερων ελαιοτριβείων της Ελλάδας, αλλά και μερικών της Μικρά Ασίας.

Σημαντικό ήταν και το μικρεμπόριο: κάθε Σάββατο, πολλοί σακκοποιοί φόρτωναν «την πραμάτεια τους» σε ζώα, ή στην «κατίνα», δηλαδή στην πλάτη τους, και γύριζαν από χωριό σε χωριό για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, ενώ αρκετές φορές αγόραζαν και μεταπουλούσαν και «καρπέτες» (χαλιά, κιλίμια) από γυναίκες που ύφαιναν στο σπίτι (συνήθως σε «οριζόντιους αργαλειούς»). Σημαντικές συντεχνίες σακοποιών υπήρχαν στην πόλη της Μυτιλήνης, στο Μανταμάδο και στην Αγιάσο, με προστάτη τον Άγιο Γεώργιο, που τιμούσαν με πανηγυρικό εορτασμό στις 23 Απριλίου.

Παρ΄ ότι ήταν ένα επικερδές (κυρίως για τους ιδιοκτήτες) επάγγελμα, η εξέλιξη της μηχανικής παραγωγής σε συνάρτηση με τον αυξημένο ανταγωνισμό λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης της παραγωγής σε μια περιοχή, είχε σαν αποτέλεσμα τη δεκαετία του ’70 οι τσουρχανάδες να παρουσιάσουν μια σημαντική κάμψη. Τελικά τη δεκαετία του 1980, διακόπηκε οριστικά η λειτουργία τους: τα σύγχρονα ελαιοτριβεία δεν χρησιμοποιούν χειροποίητα ελαιόπανα, ενώ οι αγρότες χρησιμοποιούν τα βιομηχανοποιημένα φθηνά σακιά που υπάρχουν στην αγορά.

Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν

  • Συνέντευξη Λιγέλλη Λεωνίδα, [ιδιοκτήτη και εργαζόμενου σε τσουρχανά], στην Αγιάσο Λέσβου, στις 28/07/2004
  • Συνέντευξη Πακατέλου Χριστόφα, [σακοποιού], στην Αγιάσο της Λέσβου, στις 30/07/2004
  • Δημητρίου Ν., Λαογραφικά της Σάμου, Αθήνα, 1986: 255-273
  • http://www.aegean.gr/culturelab/Proffesions_gr.htm