Πουλιατζήδες

{videobox}sounds/Mpogias_Lottatzis.mp3{/videobox}

 

Οι πουλιατζήδες διοργάνωναν τυχερά παιχνίδια. Η ονομασία «πουλιατζής» προέρχεται ένα δημοφιλές παιχνίδι με «πούλια», που περιγράφεται παρακάτω. Βέβαια, οι συγκεκριμένες δραστηριότητες δεν ήταν νομότυπες, αλλά παρ’ όλ’ αυτά, πουλιατζήδες υπήρχαν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Λέσβου, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι και σήμερα. Ορισμένοι ασκούσαν τις σχετικές δραστηριότητες περιστασιακά για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, ενώ άλλοι ως κύριο επάγγελμα. Σποραδικά διοργάνωναν και λοταρίες. Σύχναζαν στους καφενέδες όπου ο κόσμος ήταν συγκεντρωμένος και διασκέδαζε, οπότε υπήρχαν πάντα περισσότερες πιθανότητες να θέλει κάποιος να «δοκιμάσει την τύχη του». Τα έπαθλα δεν ήταν ποτέ χρηματικά αλλά κυρίως κεράσματα (ο μεζές «της ρακής» στον καφενέ για παράδειγμα) ή τρόφιμα, όπως σοκολάτες, κονσέρβες, σαρδέλες, ψάρια, πετεινοί, κότσυφες και άλλα πουλιά από το κυνήγι, χοίροι, κότες, κ.τ.λ.).

Το παιχνίδι με τα «πούλια» είχε ως εξής: σε ένα σακούλι μαύρο υπήρχαν ογδόντα οκτώ μικρά ξύλα κυλινδρικά, μικρά, όσο είναι ένα εκατοστό. Στη μία πλευρά οι πουλιατζήδες σημείωναν με μελάνι έναν αριθμό. Οι αριθμοί ξεκινούσαν από το δύο έως και το ογδόντα εννιά. Όταν κάποιος ήθελε να παίξει, επέλεγε ορισμένα νούμερα, όπως για παράδειγμα, τριάντα ένα, σαράντα ένα. Αυτή η επιλογή σήμαινε ότι όλοι οι περιττοί αριθμοί ανάμεσα στο τριάντα ένα και το σαράντα ένα, δηλαδή το τριάντα ένα, το τριάντα τρία, το τριάντα πέντε, το τριάντα εφτά, το τριάντα εννιά και το σαράντα ένα, κέρδιζαν. Την επιλογή του αριθμού έκανε συνήθως κάποιο μικρό παιδί μπροστά σε όλους τους παίκτες, αφού όπως λέγεται υπήρχαν κάποιοι πουλιατζήδες που «έκαναν απατεωνιές». Οι παίκτες πλήρωναν (τις δεκαετίες 1930 - 1940) μία δραχμή για να παίξουν, ενώ αν κέρδιζαν, εισέπρατταν σε είδος περίπου το δεκαπλάσιο της αξίας του στοιχήματος.

Στο παιχνίδι της λοταρίας τα νούμερα ήταν περισσότερα, για παράδειγμα διακόσια, αφού το έπαθλο ήταν μεγαλύτερο, όπως ένα πολύ μεγάλο ψάρι ή ένας χοίρος. Η επιλογή των τυχερών γινόταν με τον ίδιο τρόπο. Το κάθε νούμερο κόστιζε μισή ή μια δραχμή ανάλογα με το έπαθλο. Γενικά, τόσο οι λοταρίες, όσο και το παιχνίδι με τα πούλια είχαν προσλάβει τη μορφή εθίμου, κυρίως την περίοδο των Χριστουγέννων και του Πάσχα, οπότε ο κόσμος έπαιζε συνειδητά περισσότερο για να υποστηρίξει τους πουλιατζήδες που ήταν συνήθως φτωχοί.

Οι πουλιατζήδες δεν ήταν οργανωμένοι σε συντεχνία, ενώ οι μεταξύ τους σχέσεις ήταν τυπικές, ενίοτε και ανταγωνιστικές, αφού προσπαθούσαν να προλάβουν ο ένας τον άλλο στις επισκέψεις τους στους καφενέδες, ώστε να προσελκύσουν περισσότερους υποψήφιους παίκτες.

Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν

  • Συνέντευξη Μπόγια Τάκη [λοτατζή, πουλιατζή], στο Πλωμάρι Λέσβου, στις 05/07/2005