Πεταλωτές

  • 118474305822626.jpg
  • 118474308724229.jpg
  • 118474310623065.jpg
  • 118474311960167.jpg
  • 118474313152812.jpg
  • 118474314349831.jpg
  • 118474317813641.jpg
  • 118474319213525.jpg
  • 118474322462589.jpg
  • 118474323865467.jpg
  • 118474324972241.jpg
  • 118474326464724.jpg
  • 118474327582891.jpg
  • 118474330083723.jpg
  • 118474332024172.jpg
  • 118474333358582.jpg
  • 118474334469023.jpg
  • 118474335594601.jpg
  • 118474336620081.jpg
  • 118474337762695.jpg
  • 118474339156165.jpg
  • 118474340754823.jpg
  • 118474342467070.jpg
{videobox}videos/petalotis_mp4_small.mp4{/videobox} {videobox}sounds/Panas_Petalwtis.mp3{/videobox}

 

Αλμπάνηδες ή καλιγωτές ή πεταλωτές, ονομάζονταν οι τεχνίτες που αναλάμβαναν την τοποθέτηση πετάλων στις οπλές των υποζυγίων (αλόγων, γαϊδουριών, μουλαριών, βοδιών), που χρησιμοποιούνταν σε αγροτικές ή/και άλλες εργασίες. Σκοπός του καλιγώματος είναι η προφύλαξη του πέλματος των υποζυγίων και η διατήρηση της ευστάθειάς τους. Η διαδικασία διαρκούσε περίπου 15 - 25 λεπτά (και για τα τέσσερα πέταλα) και επαναλαμβανόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, ανάλογα με τη συχνότητα και το είδος των υπηρεσιών που πρόσφερε, αλλά και το έδαφος όπου βάδιζε συνήθως κάθε ζώο. Πάντως το φθινόπωρο, λόγω των εποχιακών γεωργικών δραστηριοτήτων υπήρχε αύξηση της ζήτησης για πεταλωτές.

Τα είδη των πετάλων που χρησιμοποιούσαν, εξαρτιόταν από το είδος και την ηλικία του ζώου, τη δουλειά για την οποία προοριζόταν (άρα και το έδαφος που θα πατούσε). Τα πέταλα των βοδιών, που προοριζόταν αποκλειστικά για αγροτικές δουλειές σε ανομοιογενές έδαφος, είχαν (συνήθως) σχήμα μισού κύκλου ακτίνας 6-8 εκατοστών με έξι περίπου οπές για τα καρφιά στο κυρτό μέρος τους. Αντίθετα, τα πέταλα των αλόγων, γαϊδάρων και μουλαριών είχαν είτε σχήμα αυγοειδές (ακτίνας 6-8 εκατοστών και 4-6 οπές για τα καρφιά, στις δύο κυρτές πλευρές) για πετρώδες έδαφος, είτε σχήμα ύψιλον - «υ»- (κοίλο, με ακτίνα 6-8 εκατοστά και 4-6 οπές για τα καρφιά, στις κυρτές πλευρές του).

Το υλικό των πετάλων ήταν σίδηρος (μαλακός κυρίως). Συνήθως τα κατασκεύαζαν οι σιδεράδες, αλλά και οι ίδιοι οι πεταλωτές. Άλλωστε αρκετοί σιδεράδες λειτουργούσαν και ως πεταλωτές. Σήμερα προέρχονται από μαζική παραγωγή. Για την κατασκευή των πετάλων, χρειαζόταν καμίνι για τη θέρμανση του σιδήρου, ψαλίδι για μέταλλα ή καλούπι πέταλου (ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής), βαριά ή σφυρί για την επεξεργασία του πυρακτωμένου σιδήρου, καλούπι ή (και) καλέμι για τις οπές των καρφιών και νερό, που το χρησιμοποιούσαν όταν ήθελαν να «στομώσουν» το σίδερο για να σκληρύνει - αν και με αυτό τον τρόπο γινόταν επίσης και πιο εύθραυστο. Τα καρφιά («πεταλόκαρφα») με τα οποία στηριζόταν το πέταλο στη θέση του πάνω στην οπλή (νύχι) του ζώου, ήταν από σίδηρο, κατασκευάζονταν (σχεδόν πάντα) με καλούπι, είχαν μεγάλο «κεφάλι» και μήκος από 5 έως 8 εκατοστά περίπου, ανάλογα με το είδος του ζώου για το οποίο προορίζονταν.

Η διαδικασία του καλιγώματος περνούσε από τρεις φάσεις. Κατά την πρώτη φάση ακινητοποιούσαν το ζώο: τα βόδια τα ξάπλωναν και τους έδεναν τα πόδια, ενώ τα άλογα, τα γαϊδούρια και τα μουλάρια τα πετάλωνε μόνος του ένας έμπειρος τεχνίτης, ή χρησιμοποιούσε τη βοήθεια και ενός δεύτερου ατόμου (συνήθως του ιδιοκτήτη του ζώου), το οποίο κρατούσε λυγισμένο το πόδι στο οποίο δούλευε ο πεταλωτής (με την κάτω επιφάνεια της οπλής εκτεθειμένη). Πολλές φορές για να πετύχουν μεγαλύτερη σταθερότητα, τοποθετούσαν το πόδι του ζώου σε ένα διχαλωτό ξύλο σχήματος ύψιλον - «Υ». Κατά τη δεύτερη φάση αφαιρούταν το παλιό πέταλο (εφόσον υπήρχε) και έκοβαν ή έξυναν την οπλή του ζώου όσο χρειαζόταν, για να μπορέσει να προσαρμοστεί το νέο πέταλο. Τέλος, στην τρίτη φάση, τοποθετούσαν το πέταλο στην κάτω επιφάνεια της οπλής και το κάρφωναν με καρφιά που είχαν κλίση προς τα έξω, ώστε να μην τραυματίσουν το κρέας κάτω από την οπλή. Τέλος, γύριζαν το τμήμα των καρφιών που προεξείχε προς τα πάνω, για να μην πληγώσουν το δέρμα του ζώου. Σε σπάνιες περιπτώσεις τοποθετούσαν το πέταλο ζεστό στο πέλμα του ζώου και στη συνέχεια το βύθιζαν σε κρύο νερό πριν το στερεώσουν στην οπλή.

Το επάγγελμα του πεταλωτή έσβησε σταδιακά μετά την ευρεία κυκλοφορία αυτοκινήτων και γεωργικών μηχανημάτων. Σήμερα υπάρχουν ακόμα μερικοί που ασκούν αυτή τη δραστηριότητα (συνήθως ως επικουρική), αλλά περιορίζονται κυρίως στο πετάλωμα των αλόγων που διατηρούν ως «χόμπι» κάποιοι «μερακλήδες», αφού ελάχιστα ζώα χρησιμοποιούνται ακόμη σε γεωργικές εργασίες.

Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν

  • Συνέντευξη Βέη Δημητρίου [πεταλωτή και αλμπάνη], στις 02/06/1997 στο πλαίσιο υλοποίησης του προγράμματος «Κιβωτός Αιγαίου», με επιμέλεια Σ. Χτούρη
  • Συνέντευξη Δούκα Στέλιου [πεταλωτή και αλμπάνη], στις 02/06/1997 στο πλαίσιο υλοποίησης του προγράμματος «Κιβωτός Αιγαίου», με επιμέλεια Σ. Χτούρη
  • Συνέντευξη Μιχαλέλλη Δημητρίου [πεταλωτή και αλμπάνη], στις 27/01/1996 στο πλαίσιο υλοποίησης του προγράμματος «Κιβωτός Αιγαίου», με επιμέλεια Σ. Χτούρη
  • Συνέντευξη Πανά Στέφανου [πεταλωτή και σιδερά], στο Μανταμάδο Λέσβου, στις 23/07/2004
  • Συνέντευξη Τοσουνίδη Γιώργου [πεταλωτή και αλμπάνη], στη Μυτιλήνη Λέσβου, στις 24/05/2003
  • «Πετάλωση», Εγκυκλοπαίδεια «Επιστήμη και Ζωή», τόμος 15:390