Μυλωνάδες
Οι μυλωνάδες αλευρόμυλων ασχολούνταν με το άλεσμα του σιταριού ώστε να γίνει αλεύρι. Εργάζονταν τους καλοκαιρινούς μήνες (όταν είχε θεριστεί το σιτάρι) κυρίως σε οικογενειακή βάση, ενώ τον υπόλοιπο χειμώνα απασχολούνταν σε άλλες αγροτικές εργασίες. Οι μύλοι αρχικά ήταν υδροκίνητοι (υδρόμυλοι) κι’ αργότερα μηχανοκίνητοι. Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε όλα τα χωριά και τις κωμοπόλεις της Λέσβου, αφού η καλλιέργεια των σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη σε όλη την επικράτεια του νησιού μέχρι και το 17ο αιώνα, οπότε και περιορίστηκε σημαντικά, μετά τη στροφή προς τη συστηματική καλλιέργεια της ελιάς. Διατηρήθηκε κυρίως στις κοιλάδες της Ερεσού, στην περιφέρεια (κάμπο) της Καλλονής και σε μικρά κτήματα στο βόρειο τμήμα της Λέσβου.
Η κινητήριος δύναμη των υδρόμυλων ήταν το νερό, γι΄ αυτό και χτίζονταν κοντά σε ποτάμια και ρεματιές. Η ισχύς του νερού μεταφερόταν με τη «φτερωτή», δηλαδή μια (κάθετη συνήθως ως προς την επιφάνεια του εδάφους) ρόδα, που διέθετε «φτερά» (δηλαδή πεπλατυσμένες επιφάνειες), η οποία στηριζόταν σε έναν (παράλληλο συνήθως με την επιφάνεια του εδάφους) άξονα. Το νερό έπεφτε με δύναμη πάνω στη «φτερωτή», που περιστρεφόταν και μετέδιδε την κίνηση σε (οριζόντιες ως προς την επιφάνεια του εδάφους) μυλόπετρες, οι οποίες συνέθλιβαν ανάμεσά τους τούς κόκκους του σιταριού, μετατρέποντάς το σε αλεύρι. Οι μηχανοκίνητοι αλευρόμυλοι που αντικατέστησαν τους νερόμυλους, χρησιμοποιούσαν ως κινητήριο δύναμη τον ατμό και στη συνέχεια το πετρέλαιο αντί για τη ροή του νερού, με τη βοήθεια μιας «μηχανής» που μετέδιδε την κίνηση με «λουριά» (ιμάντες).
Όλοι οι χωρικοί που καλλιεργούσαν σιτάρι, κάθε Ιούνιο το θέριζαν και το πήγαιναν στους μυλωνάδες για να το αλέσουν, ώστε να έχουν αποθέματα σε αλεύρι για τον επόμενο χειμώνα, αφού μέχρι τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα (σχεδόν) όλες οι (αγροτικές τουλάχιστον) οικογένειες ζύμωναν μόνες τους το ψωμί. Οι χωρικοί θέριζαν (έκοβαν) τα στάχυα σιταριού από τα χωράφια κι’ έπειτα, (κυρίως) οι γυναίκες, το «λιχνίζανε» και το «αλωνίζανε», χώριζαν δηλαδή το σιτάρι από τα στάχυα («το κάνανε καρπό»). Τον καρπό αυτό μετέφεραν με γαϊδούρια στους αλευρόμυλους κι’ εκεί αρχικά καθαριζόταν, δηλαδή «κοσκινιζόταν» με τη «κοσκίνα» από τις πέτρες, την ήρα, το κριθάρι, για να μείνει μόνο το καθαρό σιτάρι. Αφού είχε καθαριστεί τελείως, ο μυλωνάς έριχνε το σιτάρι στο μύλο για να το αλέσει και να παραχθεί αλεύρι.
Οι μυλωνάδες δεν πληρώνονταν συνήθως σε χρήμα, αλλά «παίρνανε δίκιο», δηλαδή αποζημιώνονταν σε είδος (αλεύρι). Για παράδειγμα, στις δέκα οκάδες σιτάρι έπαιρναν μία οκά αλεύρι. Σήμερα στη Λέσβο δεν υπάρχουν μυλωνάδες που να λειτουργούν τους αλευρόμυλους. Όλοι αγοράζουν έτοιμο ψωμί από τους φούρνους, οι οποίοι προμηθεύονται το αλεύρι από εργοστάσια μαζικής παραγωγής. Αρκετά από τα κτίσματα των αλευρόμυλων έχουν καταστραφεί και όσα έχουν απομείνει έχουν φθαρεί πολύ, αφού κανείς δεν φροντίζει για τη συντήρησή τους.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν
- Συνέντευξη Κουταλιανού Εμμανουήλ [μυλωνά], στο Μόλυβο Λέσβου, στις 02/08/2004
- Μέκρας Σ., ανέκδοτο υλικό από πτυχιακή εργασία με τίτλο Δύο Φίλοι στη Στρούζια: Η Ιστορική Διαδρομή του Χωριού Στρούζια (Πεύκη) στον 20ο αι., που ολοκληρώθηκε στο πλαίσιο του Τμήματος «Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας» του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Μυτιλήνη, 2005
- Δημητρίου Ν., Λαογραφικά της Σάμου, Αθήνα, 1986: 82-92