Κτηνοτρόφοι
Η κτηνοτροφία στη Λέσβο ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ήδη από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, κυρίως στο βόρειο, αλλά και στο δυτικό τμήμα της. Οι κτηνοτρόφοι (ή τσομπάνηδες ή τζομπανοί), είχαν κυρίως κοπάδια από πρόβατα, αλλά ορισμένοι εξέτρεφαν και αγελάδες. Μέχρι και τις αρχές τις δεκαετίας του 1950, ένα κοπάδι με τριάντα έως πενήντα πρόβατα θεωρούνταν μεγάλο περιουσιακό απόθεμα, αφού το κάθε ένα κόστιζε περίπου διακόσιες δραχμές, όταν το μεροκάματο δεν ξεπερνούσε τις 15- 25 δραχμές.
Η κτηνοτροφία ήταν ένα επάγγελμα που λειτουργούσε στο πλαίσιο της οικογενειακής παράδοσης, δηλαδή μεταφερόταν από γενιά σε γενιά. Ο πατέρας, στην εκτροφή των προβάτων έπαιρνε μαζί τον γιο του (ή τους γιους του) από πολύ μικρή ηλικία, (συχνά) μόλις πέντε ή έξι χρόνων. Οι υποψήφιοι κτηνοτρόφοι μάθαιναν αρχικά πώς να κατευθύνουν τα πρόβατα, ώστε να μπορούν να τα συγκεντρώνουν γρήγορα και εύκολα, για να τα διευθύνουν προς τη βοσκή, το πότισμα ή το τάισμα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1940 δεν υπήρχαν (συνήθως) συρματόπλεκτες περιφράξεις των ιδιόκτητων χώρων, κάτι που διευκόλυνε τους τσομπάνηδες στη διακίνηση των κοπαδιών τους. Για τη βοσκή νοίκιαζαν κυρίως κοινοτικά βοσκοτόπια, ενώ τα πρόβατα τρέφονταν με κλαδιά, χόρτα και «πρασινάδες».
Το δεύτερο σημαντικό στάδιο μαθητείας αφορούσε στο άρμεγμα, μια διαδικασία που απαιτεί πολύ υπομονή, αφού τα πρόβατα έπρεπε πρώτα να συνηθίσουν τον τσομπάνη. Δεν έπρεπε να τα «αγριέψει», προσπαθώντας να τ’ αρμέξει με απότομες κινήσεις που πονούσαν το ζώο, αλλά να συνηθίσει τις μαλακές κινήσεις και το σταδιακό άρμεγμα.
Η τρίτη απαραίτητη γνώση που έπρεπε να διαθέτουν οι υποψήφιοι κτηνοτρόφοι αφορούσε στην κουρά (κούρεμα), που πραγματοποιούνταν κάθε Μάιο. Η διαδικασία ήταν σχετικά επικίνδυνη, αφού υπήρχε πάντα η πιθανότητα να τραυματιστεί κατά λάθος το ζώο («να φύγει καμιά ψαλιδιά»). Στην αρχή έδεναν τα πόδια του προβάτου για να μην κλωτσάει και ξεκινούσαν να κουρεύουν με το ψαλίδι μόνο το «πάνω-πάνω» μαλλί, ενώ στη συνέχεια, όταν «ξεθάρρευε» το ζώο, δηλαδή «συνήθιζε το χέρι», κούρευαν και το υπόλοιπο.
Οι τσομπάνηδες προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν όχι μόνο το γάλα και το κρέας που τους έδιναν τα ζώα, αλλά και το μαλλί και την κοπριά, αξιοποιώντας έτσι όλο το φάσμα των προϊόντων που τους προσέφερε η κτηνοτροφία. Με το γάλα προμήθευαν τα συνεταιριστικά και ιδιωτικά τυροκομεία ή το τυροκομούσαν οι ίδιες οι οικογένειες των κτηνοτρόφων, ενώ το μαλλί το πουλούσαν στους ντόπιους υφαντουργούς και την κοπριά στους αγρότες και κυρίως στους ελαιοκαλλιεργητές.
Η εργασία τους ήταν σκληρή και απαιτούσε πολλές ώρες απασχόλησης, αφού στο παρελθόν δεν υπήρχαν έτοιμες ζωοτροφές και έπρεπε να πηγαίνουν τα κοπάδια τους για βοσκή δύο και τρεις φορές την ημέρα, να φροντίζουν να πιουν νερό, να ξεκουραστούν και να αρμεχτούν. Παράλληλα έπρεπε ν’ αντιμετωπίζουν και τα προβλήματα υγείας των ζώων. Πολύ συνηθισμένη ήταν η μαστίτιδα, μια αρρώστια αρκετά επικίνδυνη, που ο τσομπάνης έπρεπε ν’ αντιληφθεί έγκαιρα, γιατί αλλιώς το ζώο πέθαινε, εφόσον οι κτηνίατροι ήταν δυσεύρετοι. Συνήθως έκαναν τη διάγνωση είτε από τη θερμοκρασία του ζώου (πυρετό), είτε από το περπάτημα του, αφού κούτσαινε ελαφρά. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι κτηνοτρόφοι θεωρούσαν ότι έπρεπε αμέσως να «κόψουν» (τρυπήσουν) τη φλέβα τη φλέβα του μαστού, ώστε να τρέξει λίγο αίμα και «να καθαρίσει», ενώ στη συνέχεια έδεναν την πληγή, για να σταματήσει η αιμορραγία. Μερικές φορές έφτιαχναν με ένα λεπτό ξύλο μια «α(γ)κίδα» με την οποία «άνοιγαν» τον πόρο του μαστού όταν είχε φράξει. Ορισμένοι έκαναν μασάζ στους μαστούς με νερό ή υιοθετούσαν (και) άλλα «γιατροσόφια» που προμηθεύονταν από πρακτικούς κτηνιάτρους.
Σήμερα η κτηνοτροφία εξακολουθεί να αναπτύσσεται στο νησί αλλά έχει περιοριστεί στην προμήθεια των συνεταιρισμών με γάλα για την παραγωγή τυριών, ενώ οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι αποφεύγουν (συνήθως) να τυροκομούν. Όσοι φτιάχνουν τυριά το κάνουν κυρίως για να καλύψουν τις ανάγκες της οικογένειας τους και όχι για να τα πουλήσουν. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει ενδιαφέρον από αρκετούς νέους που θέλουν να ασχοληθούν επαγγελματικά με την κτηνοτροφία, αφού άλλωστε ενθαρρύνονται και από τις επιδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Βέβαια, η παραδοσιακή μορφή της κτηνοτροφίας φθίνει, αφού οι νέοι κτηνοτρόφοι απλά συλλέγουν το γάλα και το δίνουν στους συνεταιρισμούς (ή/και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις), χωρίς να ενδιαφέρονται πολύ για τη φροντίδα των ζώων και χωρίς ν’ ακολουθούν τις παραδοσιακές πρακτικές τις κτηνοτροφίας.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν
- Συνέντευξη Μπάλιακα Γιάννη [κτηνοτρόφου], στο Μόλυβο Λέσβου, στις 23/07/2004
- Συνέντευξη Σερέτη Στρατή [κτηνοτρόφου], στο Μόλυβο Λέσβου, στις 23/07/2004