Κουγιουμτζήδες
Κουγιουμτζήδες ονομάζονταν οι έμποροι (οι οποίοι μερικές φορές ήταν και πλανόδιοι) αλλά και οι τεχνίτες κοσμημάτων, ρολογιών και άλλων αντικειμένων από πολύτιμα μέταλλα. Ο Στρατής Μολίνος στο βιβλίο του «Επώνυμα και Συντεχνίες» , αναφέρει και άλλες ονομασίες για εξειδικευμένους κοσμηματοποιούς και εμπόρους: ως «αλτιντζής» (τουρκικά altinci) προσδιορίζεται ο έμπορος κυρίως του χρυσού καθώς και άλλων πολυτίμων μετάλλων - ονομασία που σπανιότερα σημαίνει και τον χρυσοχόο, ως «ελματζής» ο αδαμαντοπώλης (elmasci, τουρκικά elmas = διαμάντι), ως «ζουμπρουτζήδες», οι ειδικοί στην κατεργασία και στο εμπόριο των σμαραγδιών (τουρκικά zumrut = σμαράγδι).
Οι κουγιουμτζήδες μάθαιναν την τέχνη τους ως μαθητευόμενοι βοηθοί (τσιράκια). Η επαγγελματική επιτυχία και καταξίωση βασίζονταν στη λεπτοτεχνία, στην ακρίβεια και στην καλαισθησία. Το επάγγελμα του κουγιουμτζή απολάμβανε κοινωνικής καταξίωσης, ενώ ορισμένοι έφεραν και διακριτικά σημεία, όπως για παράδειγμα ένα (πρόσθετο) χρυσό νύχι, που τους ξεχώριζαν από τους άλλους επαγγελματίες.
Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν κυρίως για τη δημιουργία ενός κοσμήματος ήταν χρυσός, σπανιότερα ασήμι και πολύ σπάνια μπρούτζος και διάφορες πολύτιμες και ημιπολύτιμες πέτρες. Το χρυσό τον αγόραζαν (με το κιλό) από την τράπεζα Ελλάδος. Τον έλιωναν στον καυστήρα στους 1.063ο C και όταν επιθυμούσαν να ελαττώσουν τα καράτια τον αναμίγνυαν με μπακίρι (χαλκό), ενώ το ασήμι (που το αγόραζαν από εμπόρους) το χρησιμοποιούσαν πάντα αυτούσιο και το έλιωναν στους 960ο C. Στη συνέχεια, έχυναν το λιωμένο μέταλλο σε καλούπι από κόκαλο σουπιάς ή από κάποιο άλλο μέταλλο, στο οποίο είχαν χαράξει ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Αφού στέγνωνε λίγο το έκοβαν με ψαλίδι ή τανάλια και τέλος χρησιμοποιούσαν ειδικό τόρνο για να του δώσουν το τελικό σχήμα. Όταν χρειαζόταν χάρασσαν κάποιο σχέδιο (είτε γράμματα) πάνω στο κόσμημα με το καλέμι, και στη συνέχεια (μερικές φορές) κολλούσαν πάνω του πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους. Τέλος, χρησιμοποιούσαν λίμα για να προσδώσουν στο κόσμημα την τελική του μορφή, ενώ πρόσθεταν και «φάρμακο» για το γυάλισμα και καθάρισμα του χρυσού. Για την κατασκευή και επισκευή ρολογιών χρησιμοποιούσαν πρόσθετα εργαλεία και εξαρτήματα, όπως κατσαβίδια, άξονες, ελατήρια, μπαταρίες, καθώς και χαρτιά ή άλλα υλικά για τα καντράν.
Με την παραγωγή μαζικών κοσμημάτων και τη στροφή των καταναλωτών στην οικονομική λύση των faux bijou επήλθε κρίση στο επάγγελμα του χρυσοχόου και η δουλειά τους περιορίστηκε στην εμπορία και επισκευή κοσμημάτων και ρολογιών. Παρ’ όλα αυτά το χειροποίητο κόσμημα, δεν έχασε την αξία του, ενώ πρόσφατα αυξάνει συνεχώς η ζήτησή του, γεγονός που δίνει ώθηση στην αναβίωση του επαγγέλματος του χρυσοχόου σε μια σύγχρονη εκδοχή.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν
- Συνέντευξη Βρυσαγωτέλλη Μενέλαου [χρυσοχόου], στην Αγιάσο Λέσβου στις 03/08/2004
- Μολίνος Σ., Επώνυμα και Συντεχνίες, Εσνάφια, Φιλιππότης, Αθήνα, 1992