Γυρολόγοι
Γυρολόγοι ή πραματευτάδες ονομάζονταν οι πλανόδιοι έμποροι που περιφέρονταν στη Λέσβο (και σπανιότερα και εκτός νησιού) και πουλούσαν διάφορα είδη (τρόφιμα, ψιλικά, βιοτεχνικά προϊόντα) που δεν ήταν (συνήθως) διαθέσιμα στους τόπους που επισκέπτονταν (χωριά, κωμοπόλεις ή συνοικίες). Ήταν μια δουλειά δύσκολη, με αντίξοες συνθήκες, αφού πολλές φορές έλειπαν ακόμη και δυο ή τρεις μήνες από τα σπίτια τους. Γυρνούσαν σε ολόκληρο το νησί, είτε περπατώντας με το «μποξά» στο ώμο, είτε φορτώνοντας το εμπόρευμά τους στα γαϊδούρια, ενώ μόνο τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα άρχισαν να χρησιμοποιούν αυτοκίνητο.
Οι περισσότεροι διέθεταν ως «συρμαγιά» (αρχικό κεφάλαιο) προϊόντα που υπήρχαν σε αφθονία στην περιοχή τους, ή αποτελούσαν δικιά τους παραγωγή. Αν και όταν τα πουλούσαν, με τα λεφτά αγόραζαν (και) άλλα αγαθά, ή αντάλλασσαν προϊόντα (όταν υπήρχε ακόμη και ανταλλακτική οικονομία), τα οποία μεταπουλούσαν στο επόμενο προορισμό τους. Σε αυτό το πλαίσιο, τη «συρμαγιά» κάθε γυρολόγου αποτελούσαν (κυρίως) προϊόντα μιας συγκεκριμένης περιοχής (π.χ. οι Αγιασώτες πουλούσαν κατά κύριο λόγο αγροτικά εργαλεία, αγγειοπλαστικά είδη, υφαντά, κ.α., οι Πλωμαρίτες ψάρια, σαπούνια, λάδι, δέρματα κ.α.). Η εμπορία μεγάλων ποσοτήτων ειδών που δεν παράγονταν στους τόπους μόνιμης διαμονής των γυρολόγων ήταν σπάνια, αλλά αυτή η πρακτική άλλαξε σταδιακά με το πέρασμα το χρόνου (περίπου μετά τα μέσα του 20ου αιώνα).
Όταν έφθαναν στον προορισμό τους, οι γυρολόγοι διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους και προσδιόριζαν το μέρος που θα έστηναν τον «πάγκο» τους. Μερικές φορές πλήρωναν κάποιο ντελάλη για να διαλαλήσει το εμπόρευμα, ενώ (σπανιότερα) οι πραματευτάδες παρέδιδαν ειδικές παραγγελίες σε πελάτες με τους οποίους είχαν προσυνεννοηθεί (συνήθως σε κάποια προηγούμενη επίσκεψή τους).
Οι μέρες που ήταν κατά κύριο λόγο ευνοϊκές για τις δοσοληψίες των πραματευτάδων ήταν οι Κυριακές και οι γιορτές, οπότε έστηναν συνήθως το εμπόρευμά τους, έξω από την εκκλησία όπου μαζεύονταν όλα τα μέλη μιας κοινότητας. Εναλλακτικές ευκαιρίες πρόσφεραν τα πανηγύρια στα οποία υπήρχε μεγάλη προσέλευση από όλο το νησί.
Οι κύριες δεξιότητες ενός γυρολόγου, ήταν η δυνατή χαρακτηριστική φωνή, η κοινωνικότητά του, το ταλέντο του στο παζάρι και φυσικά η ευστροφία για την προσέλκυση της προσοχής των υποψήφιων αγοραστών (π.χ. για να πουλήσει το παγωτό του, κάποιος γυρολόγος από το Πλωμάρι το διαλαλούσε ως εξής: «Το κάνει η μαμά μου μαζί με τον μπαμπά μου, μέσα στην κάμαρα άλλη δουλειά δε κάνει, το παγωτό μου φτιάχνει. Είναι και κρύο μπούζι, κρύο σα το καρπούζι, το τρώνε οι μικρούλες, κι όλες οι μοδιστρούλες»).
Η παρακμή του επαγγέλματος ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 με τη μαζική κυκλοφορία των αυτοκινήτων, οπότε κάθε καταναλωτής και έμπορος μιας συγκεκριμένης περιοχής μπορούσε σε λίγη ώρα να καλύψει επαρκείς αποστάσεις για να ολοκληρώσει τις αγορές του. Σήμερα το επάγγελμα του γυρολόγου υπάρχει ακόμη, αλλά όχι στη μορφή και με τη δυναμική που διέθετε παλιότερα.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν
- Συνέντευξη Γιαννουλέλλη Αντώνη [πλανόδιου έμπορου και γιου πλανόδιου έμπορου] και Γιαννουλέλλη Μαρίας [συζύγου πλανόδιου έμπορου] στο Πλωμάρι Λέσβου, στις 05/07/2005
- Μαυραγάνης Π. Γ., Παλαιοχώρι Πλωμαρίου Λέσβου. Παράδοση - Ιστορία - η Ζωή και τα Έθιμα, Β΄ Έκδοση, Αθήνα 1995
- Παπάνης Δ., «Εύθυμες Ιστορίες του Χωριού, Γρούνιααα, Πλουμαρίτις, γρουνιααα…», Αγιάσος, 1996, 96:16
- Πατσέλη-Καμινέλη Μ., «Γιάννης Χριστόφας Πασχαλιάς, ο ακάματος γυρολόγος της αγιασώτικης βιοτεχνίας», Αγιάσος, 2000, 121:10